- σεισματιας
- σεισματίαςσεισμᾰτίᾱς-ου adj. m1) вызывающий или сопровождающий землетрясение Diog.L.2) причиненный землетрясением
(τάφος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τάφος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σεισματίας — σεισματίᾱς , σεισματίας shaking masc acc pl σεισματίᾱς , σεισματίας shaking masc nom sg (attic epic doric aeolic) σεισματίᾱς , σεισματίης masc acc pl σεισματίᾱς , σεισματίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισματίας — ὁ, Α 1. (για σεισμό) αυτός που έχει παλμική κίνηση 2. φρ. «σεισματίας τάφος» τάφος σε ερείπια που δημιούργησε ο σεισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεῖσμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. κτηματ ίας)] … Dictionary of Greek
σεισματίαν — σεισματίᾱν , σεισματίας shaking masc acc sg (attic epic doric aeolic) σεισματίας shaking masc acc sg σεισματίᾱν , σεισματίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) σεισματίης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)